- ηδυ-
- (AM ἡδυ-)τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α' συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β' συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος»)β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής»)γ. γίνεται με γλυκό τρόπο («ηδυεπής»).[ΕΤΥΜΟΛ.ΣΥΝΘ. ηδύγλωσσος, ηδυλόγος, ηδυμελής, ηδυόνειρος, ηδύοσμος, ηδυπάθεια, ηδυπαθής, ηδύπνους, ηδύποτος, ηδύφθογγοςαρχ.ηδυβόης, ηδυβόλος, ηδύβορος, ηδυγνώμων, ηδυεπής, ηδύθρους, ηδύκαρπος, ηδύκρεως, ηδυμανής, ηδυμελίφθογγος, ηδύοδμος, ηδύοινος, ηδυόφθαλμος, ηδύπλεος, ηδυποιώ, ηδύπολις, ηδυπορφύρα, ηδυπότης, ηδυπότις, ηδύποτος, ηδύρραβδον, ηδυσώματος, ηδυτόκος, ηδύφωνοςαρχ.-μσν.ηδύχρους, νεοελλ. ηδύγευστος, ηδύμολπος, ηδύφωτος, ηδύχυμος. Σε μερικά από τα ανωτέρω συνθ. έχει αντικατασταθεί στη νέα ελλ. το α' συνθετικό ηδυ- με το γλυκ(ο)·].
Dictionary of Greek. 2013.